Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τὸν πόδα

  • 1 протянуть

    протяну́ть
    сов
    1. см. протягивать·
    2. (о больном) разг ἀντέχω:
    он не протянет больше месяца δέν θά ἀντέξει περισσότερο ἀπό Ενα μήνα· ◊ \протянуть но́ги τινάζω 64 τά πέταλα, τα τινάζω· по одежке протягивай но́жки поел. ἄπλωνε τόν πόδα σου (или τά πόδια σου) κατά τό πάπλωμα σου.

    Русско-новогреческий словарь > протянуть

  • 2 нога

    ног||а
    ж τό πόδι, τό ποδάρι, ὁ ποῦς (ступня)/ χό σκέλος, ἡ κνήμη, ἡ γάμπα (от ступни до колена):
    длинные ноги τά μακρυά πόδια· положить но́гу на \ногау βάζω τό ἕνα πόδι ἐπάνω στό ἄλλο· сбить кого-л. с ног ρίχνω κάποιον κάτω· наступить кому-л. на \ногау πατώ τό πόδι κάποιου· у меня но́ги подкашиваются τρέμουν τά πόδια μου, μοῦ κόβονται τά γόνατα· на \ногаах не стоит δέν στέκεται στά πόδια του· босой \ногао́й ξυπόλητος, ἀνυποδητί· задние но́ги τά πισινά πόδια· передние но́гн τά μπροστινά πόδια· на бо́су(ю) ногу ξυπόλητος· ◊ перенести болезнь на \ногаа́х περνώ τήν ἀρρώστεια στό πόδι· кланяться в но́ги κάνω ἐδαφιαία ὑπόκλισή идти в но́гу а) πηγαίνω, βαδίζω μέ ταιριαστό βήμα, б) перен συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· связа́ть кого-л. по рукам и \ногаам разг δένω κάποιον χεροπόδαρα, δεσμεύω κάποιον протянуть но́ги разг перен τά τινάζω, τινάζω τά πέταλα· с головы до ног πατό-κορφα, ἀπό τήν κορφή ὡς τά νύχια· бежать со всех ног разг τρέχω μέ τά τέσσερα, τό βάζω στά πόδια· быть без ног (от усталости) разг ξεποδαριάστηκα, μοῦ κόπηκαν τά πόδια μου· еле волочить ноги μόλις σέρνω τά πόδια μου· поставить (поднять) кого-л. на \ногаи а) κάνω καλά (вылечить), б) ἀνατρέφω (воспитать)· поднять всех на \ногаи ἀναστατω, σηκώνω ὅλον τόν κόσμο στό ποδάρι· топтать \ногаами τσαλαπατώ, ποδοπατώ· жить на широкую ногу κάνω πολυέξοδη ζωή· вверх \ногаами а) ἀνάποδα, μέ τά πόδια πάνω, б) перен εἶμαι ἄνω κάτω· быть на короткой \ногае с кем-л. είμαστε στενοί φίλοι μέ κάποιον стоять одной \ногаой в могиле εἶμαι μέ τό δνα πόδι στον τάφο· моей \ногай у вас не будет δέν θά ξαναπατήσω τό πόδι μου ἐδῶ· встать с левой \ногай στραβοκοιμήθηκα, εἶμαι κακοδιάθετος, δέν εἶμαι στά κέφια μου· унести́ ио́ги разг τό βάζω στά πόδια· не чувствовать под собой ног (от радости) πετώ ἀπ' τή χαρά μου· хромать на обе \ногай πηγαίνω πολύ ἀσχημα· κ \ногаέ! воен. παρά πόδα!

    Русско-новогреческий словарь > нога

См. также в других словарях:

  • Τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. — τὸν ἕτερον πόδα ἐν τῷ πορθμείῳ ἔχειν. См. Одной ногой в могиле …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν, ἐν τῇ σορῷ ἔχων. — καὶ τὸν ἕτερον πόδα φασὶν, ἐν τῇ σορῷ ἔχων. См. Одной ногой в могиле …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • Chatalar Inscription — Copy of Chatalar Inscription in Pliska Museum The Chatalar Inscription is a medieval Greek inscribed text upon a column in the village of Chatalar (modern Han Krum, North East Bulgaria) by the Bulgarian Khan Omurtag (815 831). It was unearthed in …   Wikipedia

  • PHRYGIONES — οἱ βελονοποικιλταὶ, acupictores, dicti Veterib. quos hodie Galli Brodeurs vocant, sicut iisdem opus phrygionicum dicitur ovurage en broderie. Hi variis argumentis vestes, pulvinaria, stragula, soliaria et coetera id genus depingebant. Verro apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • ποδοκάκκη — και εσφ. γρφ ποδοκάκη, η, ΜΑ ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… …   Dictionary of Greek

  • λακτάριος — (Lactarius). Γένος βασιδιομυκήτων, της κλάσης των υμενομυκήτων, της τάξης agaricales. Kοινότερος στην Ελλάδα είναι ο λ. ο νόστιμος. Έχει καρπόσωμα (σποριοφόρο σώμα) με αρχικά κυρτό και αργότερα χωνοειδή, πορτοκαλόχρωμο πίλο, και ωχρώδη ελάσματα… …   Dictionary of Greek

  • προσπταίω — και επικ. και δωρ. τ. ποτιπταίω Α 1. πληγώνω κάτι με την πρόσκρουση του πάνω σε κάτι άλλο («προσπταίσας τις τὸν πόδα», Πλούτ.) 2. προσκρούω, πέφτω πάνω σε κάτι, σκοντάφτω 3. (για πλοία) συντρίβομαι, ναυαγώ («ὡς προσπταισάντων τῶν πρώτων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»